ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ

ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ

Κρήτη, περ. 7ος - 6ος αι. π.Χ.

Θεολόγος και θαυματοποιός στην Ελλάδα των αρχαϊκών χρόνων, για τον οποίο όλες οι πληροφορίες που έχουμε παρουσιάζουν τον χαρακτήρα του θρύλου. Γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στη Φαιστό της Κρήτης και από τα γεγονότα με τα οποία τον συνδέει η παράδοση εμφανίζεται να έζησε από 150 μέχρι 300 χρόνια. Στην Αθήνα ήταν γνωστός ως φίλος του Σόλωνος, που όχι μόνο καθάρισε την πόλη από το Κυλώνειον άγος, αλλά και προετοίμασε τον λαό για τα νομοθετικά μέτρα του Σόλωνος που αφορούσαν στη σοβαρότητα της λατρείας και τον εξευγενισμό των σχετικών με το πένθος συνηθειών. Παραδιδόταν όμως και μια δεύτερη επίσκεψή του στην Αθήνα δέκα χρόνια πριν από την περσική εισβολή. Κατά την επίσκεψη αυτή εγκαινίασε θυσίες που υπέδειξε ο Απόλλων και προείπε την περσική επίθεση, καθώς και μια Τρίτη πρόσκλησή του από τον Νικία κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ύστερα από υπόδειξη των Δελφών. Έλεγαν επίσης ότι πραγματοποίησε κάθαρση και στη Δήλο και άλλες πόλεις. Τον τάφο του έδειχναν στην πόλη τους οι Αργείοι, λέγοντας ότι το σώμα του το πήραν από τους Λακεδαιμονίους που τον σκότωσαν σε πόλεμο με τους Κνωσίους, γιατί δεν προφήτευσε αίσια γι'αυτούς, όσο και οι Σπαρτιάτες μέσα στο παλιό τους εφορείο.


Στον Επιμενίδη αποδίδονταν υπερφυσικές ιδιότητες. Έτσι παραδιδόταν ότι κοιμήθηκε για 50 χρόνια μέσα σε ένα σπήλαιο, ότι μπορούσε να απέχει από κάθε τροφή και ότι ξαναγύρισε περισσότερες φορές στη ζωή ή ότι η ψυχή του μπορούσε, όταν ήθελε, να περιπλανάται έξω από το σώμα του. Τον καθαρμό της Αθήνας από το Κυλώνειον άγος πέτυχε αφήνοντας από τον Άρειο Πάγο (όπου κατοικούσαν οι Ευμενίδες) άσπρα και μαύρα πρόβατα, που έπρεπε να θυσιάσουν οι Αθηναίοι στους θεούς εκεί που θα πρωτοκάθιζαν. Στον Επιμενίδη αποδίδονταν ακόμη γραπτά κείμενα, μια θεογονία και ένα κείμενο χρησμών.

Όλα αυτά τα στοιχεία κατατάσσουν τον Επιμενίδη στο θρησκευτικό-πρακτικό πνευματικό ρεύμα που επικράτησε στις ελληνικές πόλεις μετά την ακμή του έπους, όπου η λαϊκή, προγονική σοφία συνδυάστηκε με μία ενθουσιαστική θρησκευτικότητα της οποίας οι εκπρόσωποι, όπως ο Αριστέας, ο Άβαρις, ο Επιμενίδης και άλλοι χρησμολόγοι τέθηκαν κάτω από την προστασία του Απόλλωνος Πυθίου και Πατρώου, του θεού που ίδρυσε τις αποικίες, επομένως τις πόλεις και τα γένη τους.

Η παράδοση αυτή, που εκδηλώνεται χαρακτηριστικά στα γνωμικά των «σοφών» -ο Επιμενίδης θεωρήθηκε ένας από τους επτά σοφούς στη θέση του Περιάνδρου- της αρχαϊκής περιόδου, χαρακτηρίστηκε συγγενής με τα σαμανικά θρησκευτικά ρεύματα και συνδέθηκε με επιδράσεις από τις περιοχές του Εύξεινου Πόντου, όπου ιδρύθηκαν κατά τον δεύτερο αποικισμό ελληνικές πόλεις.

Όμως το πρακτικότερο πνεύμα που επικράτησε σε συνδυασμό με μια λαϊκότερη ηθική παράδοση στη διευρυνόμενη ελληνική κοινωνία προσφέρει μια καθολικότερη ερμηνεία του ρεύματος αυτού, που καταλήγει στους Ορφικούς και στον Πυθαγόρα.

Η παράδοση ήθελε τον Επιμενίδη γιό της νύμφης Βάλτης και νέον Κούρητα, θεοφιλή και σοφόν περί τα θεία την ενθουσιαστικήν και τελεστικήν σοφίαν (αγαπημένο των θεών και βαθύ γνώστη των θεϊκών πραγμάτων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την άμεση μέθεξη στο θείο και την εξυπηρέτησή της με τελετουργικές πράξεις).